exento - ορισμός. Τι είναι το exento
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exento - ορισμός


exento      
exento, -a (del lat. "exemptus")
1 Participio irregular de "eximir", usado sólo como adjetivo: "Una casa exenta de contribución".
2 adj. Falto o *libre de cierta cosa perjudicial o molesta: "Exento de cuidados [o preocupaciones]. Un viaje no exento de peligros".
3 Arq. No pegado a otra cosa: "Columna exenta". *Aislado.
4 (ant.) m. Oficial de *guardias de corps inferior al alférez y superior al brigadier.
exento      
Sinónimos
adjetivo
2) irresponsable: irresponsable, quito, excusado, quitado, sano y salvo
5) excluido: excluido, relevado, exonerado
Antónimos
adjetivo
exento      
part. pas. irreg.
Participio de eximir.
adj.
1) Libre, desembarazado de una cosa.
2) Se dice de las personas o cosas no sometidas a la jurisdicción ordinaria.
3) Se aplica al sitio o edificio que está descubierto por todas partes.
Argentina.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για exento
1. El lugar del baño tampoco estaba exento de contaminación.
2. Zapatero hizo un mitin de campaña, exento de autocrítica, triunfalista.
3. Un esfuerzo estéril, vacío, exento de argumentos de peso.
4. Este proceso no ha estado exento de dificultades.
5. El plan de salvamento de Bear Stearns, sin embargo, no está exento de dudas.
Τι είναι exento - ορισμός